ψίζομαι

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψίζομαι Medium diacritics: ψίζομαι Low diacritics: ψίζομαι Capitals: ΨΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: psízomai Transliteration B: psizomai Transliteration C: psizomai Beta Code: yi/zomai

English (LSJ)

weep, ἄ με ψισδομένα κατελίμπανεν Sapph.Supp.23.2; ψιζομένη· κλαίουσα, Hsch.; ἔψιδεν· ἔκλαυσεν, Id.; cf. ψίνδεσθαι.

Greek Monolingual

και ψίσδομαι Α
κλαίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. σίζω)].

Frisk Etymology German

ψίζομαι: {psízomai}
Grammar: v.
Meaning: weinen in ψιζομένη· κλαίουσα H. = äol. ψισδομένα (Sapph. 94, 2); ἔψιδ<δ>εν· ἔκλαυσεν, ψίνδεσθαι· κλαίειν H.
Etymology: Wohl lautmalend; vgl. σίζω; s. auch ψόφος.
Page 2,1137