χυμευτικός
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
χυμευτική, χυμευτικόν concerning alchemy, βιβλος Zos.Alch.p.220B. (χυμ-), Olymp.Alch.p.80B. (χημ-) ; [βιβλία] Suid. s.v. ζώσιμος (χειμ-).
German (Pape)
[Seite 1384] zum Vermischen, Vermengen gehörig, geneigt dazu, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ
βλ. χημευτικός.