δαμείω
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
δᾰμήμεναι, v. δαμάζω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ sg. sbj. ao.2 Pass. épq. de δάμνημι.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμείω: δαμήμεναι, ἴδε ἐν λ. δαμάζω.
English (Autenrieth)
see δάμνημι.
Greek Monotonic
δᾰμείω: Επικ. αντί δαμῶ, υποτ. Παθ. αορ. βʹ του δαμάζω.
Russian (Dvoretsky)
δαμείω: эп. conjct. к δάμνημι.