διάφασις
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
εως, ἡ, (διαφαίνω) view through, opp. ἔμφασις, Thphr. Lap.30: metaph., ἐκφάσεις καὶ δ. τῆς ἀληθείας Plu.2.354b, cf. Cic. Att.2.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάφᾰσις: -εως, ἡ, (διαφαίνω) τὸ φαίνεσθαι διὰ μέσου, διαφάνεια, ἀντίθ. τῷ ἔμφασις, Θεόφρ. Λίθ. 30, Πλούτ. 2. 354Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
transparence, clarté.
Étymologie: διαφαίνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 transparencia ἥ θ' ὑαλοειδὴς ἣ καὶ ἔμφασιν ποιεῖ καὶ διάφασιν Thphr.Lap.30
•fig. transparencia, evidencia ἐμφάσεις τῆς ἀληθείας καὶ διαφάσεις ἔχουσιν los sacerdotes egipcios, Plu.2.354c, κατ' ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ' Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες διορῶσι τὸν θεόν Clem.Al.Strom.1.19.94.
2 vano, ventana c. gen. obj. aiebat uirid<ar>iorum διαφάσεις latis luminibus non tam esse suauis Cic.Att.23.2.
3 arq. intercolumnio θυρώσειν ... τὰς διαφάσεις τῶν στυλοπαραστάδων IIasos 22.9 (heleníst.).
Russian (Dvoretsky)
διάφᾰσις: εως ἡ прозрачность Plut.