διαγόρευσις
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
εως, ἡ, declaration, Porph. ap. Stob.2.8.42.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
prescripción c. gen. τῶν νόμων δ. Porph. en Stob.2.8.42, τῶν θείων Γραφῶν Thdr.Mops.M.66.1017B
•precepto τῆς νομικῆς ... διαγορεύσεως Thdt.M.82.792A, cf. Gr.Nyss.M.46.1156C, τῶν θείων γραφῶν CEph.(431) ACO 1.1.7 (p.98.15).
German (Pape)
[Seite 574] ἡ, Bestimmung, νόμων Porphyr. bei Stob.
Greek (Liddell-Scott)
διαγόρευσις: -εως, ἡ, διακήρυξις, ὁρισμός, Πορφύρ. (Στοβ. Ἐκλογ. 2. 384), Γρ. Νύσσ. 2, 879.
Greek Monolingual
διαγόρευσις, η (AM) διαγορεύω
διακήρυξη.