διαιρέτης

From LSJ
Revision as of 10:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαιρέτης Medium diacritics: διαιρέτης Low diacritics: διαιρέτης Capitals: ΔΙΑΙΡΕΤΗΣ
Transliteration A: diairétēs Transliteration B: diairetēs Transliteration C: diairetis Beta Code: diaire/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, divider, distributor, Dam.Pr.273(pl.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que divide o distribuye διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.ND 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων IEphesos 4A.9 (III a.C.), δικαιοσύνη ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.in Prm.273, δ.· diuisor, expunctor, Gloss.2.271
ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704.

German (Pape)

[Seite 579] ὁ, der Trennende, Theilende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ο διαιρώ
1. αυτός που διαιρεί, κατανέμει ή μοιράζει κάτι
2. μαθ. αριθμός με τον οποίο διαιρούμε άλλον (τον διαιρετέο).