διεσπαρμένως
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
Adv., (διασπείρω) in a disjointed manner, Aristid. Quint.1.2, v.l. for διεσπασμένως in Gal.UP16.1.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διασπείρω de forma dispersa, acá y allá ἐν τοῖς βιβλίοις συνέγραψαν Gal.19.347, περί τινος ἐξηγήσασθαι Aristid.Quint.3.15, τὸ πνεῦμα ... κατὰ μικρὰ μὲν ἐκκρινόμενον καὶ δ. Alex.Aphr.in Mete.134.1, cf. Olymp.in Mete.37.38, κεῖται Origenes Princ.4.6, cf. Nil.in Cant.27.21, Sch.Poll.3.129.