δύσικμος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
[ῠ], ον, (ἰκμάς) with scanty secretions, Hp.Mul.1.34; δ. πάθος Orib.Fr.78.
Spanish (DGE)
-ον
medic. que tiene poca secreción, que segrega con dificultad ἢν δὲ ᾖ ἐν τόκῳ ξηρὴ καὶ δ. Hp.Mul.1.34, ὀφθαλμοί Gal.12.752
•de afecciones en que hay muy poca secreción τὸ πάθος Orib.Ec.77.1, Paul.Aeg.4.4.1.
German (Pape)
[Seite 681] zu wenig feucht, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσικμος: -ον, (ἰκμὰς) δυσκόλως ὑγραινόμενος, Ἱππ. 603.