δυσπνοϊκός
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
δυσπνοϊκή, δυσπνοϊκόν, short of breath, Dsc.4.134 (v.l.), Asclep. ap. Gal.13.108, Hippiatr.27.
German (Pape)
[Seite 687] schwer athmend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπνοϊκός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ὀλίγην ἀναπνοήν, ὑπὸ δυσπνοίας πάσχων, Ἱππατρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δυσπνοϊκός, -ή, -όν)
αυτός που πάσχει από δύσπνοια, ο ασθματικός.