Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
Full diacritics: καββάλλω | Medium diacritics: καββάλλω | Low diacritics: καββάλλω | Capitals: ΚΑΒΒΑΛΛΩ |
Transliteration A: kabbállō | Transliteration B: kabballō | Transliteration C: kavvallo | Beta Code: kabba/llw |
Aeol. for καταβάλλω, Alc.343; κάββαλε, Ep.for κατέβαλε, aor.2 of καταβάλλω:—also κάβαλεν· κατέβαλεν, Hsch. καββάς, v. καταβαίνω. καββασία, v. καταβασία. καββιόρνους· κατεσθίων, Id. κάββλημα· περίστρωμα (Lacon.), Id.
καββάλλω (Α)
αιολ. τ. του καταβάλλω.