Full diacritics: κάγκελλον | Medium diacritics: κάγκελλον | Low diacritics: κάγκελλον | Capitals: ΚΑΓΚΕΛΛΟΝ |
Transliteration A: kánkellon | Transliteration B: kankellon | Transliteration C: kagkellon | Beta Code: ka/gkellon |
μέτρον, a system of measures of capacity, μέτρῳ τῷ κ. ἀρτάβας ἕνδεκα τέταρτον POxy.1447 (i A.D.), cf. 133.15 (vi A.D.), etc.
καγκέλλον, τὸ (Μ)
(ιδίως στα Ιόνια νησιά) συμβολαιογραφείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξεν. προελεύσεως].