κάγκελλον
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
μέτρον, a system of measures of capacity, μέτρῳ τῷ κ. ἀρτάβας ἕνδεκα τέταρτον POxy.1447 (i A.D.), cf. 133.15 (vi A.D.), etc.
Greek Monolingual
καγκέλλον, τὸ (Μ)
(ιδίως στα Ιόνια νησιά) συμβολαιογραφείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξεν. προελεύσεως].