κακολογικός

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκολογικός Medium diacritics: κακολογικός Low diacritics: κακολογικός Capitals: ΚΑΚΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: kakologikós Transliteration B: kakologikos Transliteration C: kakologikos Beta Code: kakologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, vituperative, τὸ κ. Arist.Rh.Al.1440b5.

German (Pape)

[Seite 1300] ή, όν, der gern übel von Jem. spricht, Eust.

Russian (Dvoretsky)

κακολογικός: порицательный, обвинительный (sc. λόγος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κακολογικός: -ή, -όν, ὀνειδιστικός, ψεκτικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 36, 1, Εὐστ. Πονημάτ. 46. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κακολογικός, -ή, -όν) κακολογία
αυτός που αναφέρεται στην κακολογία, υβριστικός, ονειδιστικός.