καλλιτράπεζος
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
English (LSJ)
[ᾰ], ον, with beautiful, i.e. well-spread, table, Call.Com.5, Amips.19.
German (Pape)
[Seite 1311] mit schöner Tafel; Amips. bei Ath. VI, 270 f; Ἰωνία Callias ib. XII, 524 f.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιτράπεζος: ᾰ, ον, ἔχων ὡραίαν πλουσίαν τράπεζαν, Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 1.
Greek Monolingual
καλλιτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τα πλουσιοπάροχα γεύματα, ο καλοφαγάς.