καμπυλόεις

Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εσσα, εν, poet. for καμπύλος, ἴτυς AP6.28 (Jul.Aegypt.).

German (Pape)

[Seite 1319] εσσα, εν, = καμπύλος, ἴτυς ἀγκίστρων Iul. Aeg. 6 (VI, 28).

Russian (Dvoretsky)

καμπῠλόεις: όεσσα, όεν кривой, закругленный (ἴτυς ἀγκίστρων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ καμπύλος, καμπυλόεσσαν ἴτυν Ἀνθ. Π. 6. 28.

Greek Monolingual

καμπυλόεις, -εσσα, -εν (Α)
(ποιητ. τ.) καμπυλοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. -όεις (πρβλ. ιμερόεις, υαλόεις)].

Greek Monotonic

καμπῠλόεις: -εσσα, -εν, ποιητ. αντί καμπύλος, σε Ανθ.