καταβρώξειε
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
v. Βρόχω 2.
German (Pape)
[Seite 1341] s. καταβρόξειε.
Greek (Liddell-Scott)
καταβρώξειε: ἴδε βρόχω 2.