κατασπασμικός

From LSJ
Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπασμικός Medium diacritics: κατασπασμικός Low diacritics: κατασπασμικός Capitals: ΚΑΤΑΣΠΑΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: kataspasmikós Transliteration B: kataspasmikos Transliteration C: kataspasmikos Beta Code: kataspasmiko/s

English (LSJ)

κατασπασμική, κατασπασμικόν, of a drug, curing κατασπασμός, POxy. 1088.68 (i A.D.).

Greek Monolingual

κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.