λευκάλφιτος
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
λευκάλφιτον, rich in pearl-barley, Sopat.3.
German (Pape)
[Seite 33] weiße Gerstengraupe, Gerstenmehl habend, so heißt Eretria, Sopat. bei Ath. IV, 160 b.
Greek (Liddell-Scott)
λευκάλφῐτος: -ον, ὡς ἐπίθετ. τῆς Ἐρετρίας, ἡ παράγουσα λευκὰ ἄλφιτα, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 160Β.
Greek Monolingual
λευκάλφιτος, -ον (Α)
αυτός που παράγει λευκό κριθάρι («Ἐρέτριαν ὡρμήθημεν εἰς λευκάλφιτον», Σώπατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄλφιτον «κριθάρι»].