στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: λῡμάντωρ | Medium diacritics: λυμάντωρ | Low diacritics: λυμάντωρ | Capitals: ΛΥΜΑΝΤΩΡ |
Transliteration A: lymántōr | Transliteration B: lymantōr | Transliteration C: lymantor | Beta Code: luma/ntwr |
ορος, ὁ, = λυμαντήρ, Timo 65.
λῡμάντωρ: ορος ὁ Sext. = λυμαντήρ.
λῡμάντωρ: ὁ, = λυμαντήρ, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 171.
λυμάντωρ, -ορος, ὁ (Α) λυμαίνω
λυμαντήρ.