λογχηφόρος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ον, = λογχοφόρος, Sch.rec.A.Pers.147.
Greek (Liddell-Scott)
λογχηφόρος: -ον, = λογχοφόρος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 147, Νικήτ. Χρον. 48Α.
Greek Monolingual
λογχηφόρος, -ον (Α) λογχοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
German (Pape)
= λογχοφόρος, Schol. Aesch. Pers. 147; s. Lobeck Phryn. 636.