Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: μασκαύλης | Medium diacritics: μασκαύλης | Low diacritics: μασκαύλης | Capitals: ΜΑΣΚΑΥΛΗΣ |
Transliteration A: maskaúlēs | Transliteration B: maskaulēs | Transliteration C: maskaylis | Beta Code: maskau/lhs |
μασκαύλου, ὁ, laver, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.42 (Jewish, iii A.D.). (Cf. Talmudic maskel, maskol 'basin'.)
μασκαύλης, ὁ (Α)
σκάφη, λουτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερη μεταγραφή του εβρ. maskel «λεκάνη πλυσίματος»].