μελίρροθος

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρροθος Medium diacritics: μελίρροθος Low diacritics: μελίρροθος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: melírrothos Transliteration B: melirrothos Transliteration C: melirrothos Beta Code: meli/rroqos

English (LSJ)

ον, sweet-sounding, Pi. Fr.246.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρροθος: ον = τῷ ἑπομ., Πινδ. Ἀποσπ. 286.

English (Slater)

μελίρροθος sounding sweet as honey μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι (sc. ἐπέων, simm., Schr.) fr. 246a.

Greek Monolingual

μελίρροθος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί γλυκά, γλυκόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόθος «ήχος» (πρβλ. πολύ-ρροθος, ταχύ-ρροθος)].

Russian (Dvoretsky)

μελίρροθος: источающий мед (πλόκαμοι, sc. ἀνθέων или ὕμνων Pind.).