μεταπράτης

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπράτης Medium diacritics: μεταπράτης Low diacritics: μεταπράτης Capitals: ΜΕΤΑΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: metaprátēs Transliteration B: metapratēs Transliteration C: metapratis Beta Code: metapra/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ, one who re-sells, Sch.Ptol. Tetr.151, Suid. s.v. μετάβολοι.

German (Pape)

[Seite 153] ὁ, der Wiederverkäufer, Höker, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ εἰς μικρὰς ποσότητας πωλῶν, Σουΐδ.· ὡσαύτως παλιμπράτης.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μεταπράτης) μεταπιπράσκω
1. λειανοπωλητής
2. μεταπωλητής («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών»).