μετακάρπιον
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
τό, (καρπός B) bones forming the palm of the hand, Gal.UP2.4, al., Poll.2.143, Heliod. ap. Orib.49.15.3.
German (Pape)
[Seite 147] τό, der Theil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετακάρπιον: τό, (καρπός Β) τὸ μετὰ τὸν καρπὸν μέρος τῆς χειρός, «μετακάρπιον δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. προκάρπιον.