μονοπάτωρ
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, only father, Iamb.Myst.8.2.
Greek Monolingual
μονοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ο μόνος πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητροπάτωρ.