μονολήκυθος
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
μονολήκυθον, = αὐτολήκυθος ΙΙ, Posidipp. ap. Ath.10.414e.
German (Pape)
[Seite 203] allein mit der Oelflasche, = αὐτολήκυθος, Posidipp. 17 (App. 68 aus Ath. X, 414 e).
Greek (Liddell-Scott)
μονολήκῠθος: -ον, = αὐτολήκυθος, Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε.