μυρρινάκανθος

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[ᾰκ], ὁ, = μυρσίνη ἀγρία, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρῐνάκανθος: ἡ ἀκανθώδης μύρτος, ruscus aculeatus, Γλωσσ.· - ὡσαύτως κεντρομυρρίνη καὶ ὀξυμυρρίνη, Λακων. μυρταλίς. 2) = μυρρίς, Διοσκ. Δ. 116 (ἐκ τῶν νόθων).

Greek Monolingual

μυρρινάκανθος, ἡ (Α)
ακανθώδης μύρτος, η άγρια μυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρρίνη + ἄκανθος.

German (Pape)

ἡ, der der Myrte ähnliche, stachelige Strauch, ruscus, Mäusedorn, Myrtendorn, Diosc. – Lakon. μυρταλίς.