μωμητής
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Full diacritics: μωμητής | Medium diacritics: μωμητής | Low diacritics: μωμητής | Capitals: ΜΩΜΗΤΗΣ |
Transliteration A: mōmētḗs | Transliteration B: mōmētēs | Transliteration C: momitis | Beta Code: mwmhth/s |
μωμητοῦ, ὁ, censurer, Hp.de Arte8.
[Seite 225] ὁ, der Tadler, Spötter, Sp.
μωμητής: ὁ, ὁ μωμούμενος τοὺς ἄλλους, μεταγεν.
μωμητής, ὁ (Α) μωμώμαι
αυτός που κατηγορεί ή επικρίνει.