νεοπραγέω
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
= καινοτομέω, Hdn.Epim.63.
German (Pape)
[Seite 243] Neuerungen machen, Hdn. epimer. 63.
Greek (Liddell-Scott)
νεοπρᾱγέω: καινοτομέω, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 63.