ξανθόλοφος

Revision as of 08:40, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, gloss on φοινικόλοφος, EM797.39, Hsch. (ξανθοῦ λόφου cod.), Suid.

German (Pape)

[Seite 275] mit gelbem Helmbusch, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόλοφος: -ον, ὁ ἔχων ξανθὸν λόφον, Ἐτυμ. Μέγ. 797, 39, Σουΐδ. ἐν λ. φοινικολόφου.

Greek Monolingual

ξανθόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξανθό λόφο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + λόφος «κεφαλή» (πρβλ. χρυσόλοφος)].