ἐκφροσύνη
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
Dor. -σύνα, ἡ, (ἔκφρων) madness, nonsense, Ti.Locr. 102e.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -α Ti.Locr.102e
insensatez Poll.5.121, Sch.E.Hipp.246D., como una de las enfermedades de la potencia lógica del alma, Ti.Locr.l.c.
German (Pape)
[Seite 786] ἡ, Unsinn; Tim. Locr. 102 e; Poll. 5, 121.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφροσύνη: ἡ, (ἔκφρων) παραφροσύνη, ἀνοησία, Τίμ. Λοκρ. 102Ε.
Greek Monolingual
ἐκφροσύνη, η (Α), δωρ. τ. έκφροσύνα
παραφροσύνη, ανοησία, αφροσύνη.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφροσύνη: ἡ безумие Plat.