ἐνυγροθηρικός
From LSJ
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
English (LSJ)
ή, όν, of or for fishing, Id.Sph.220a, 221b.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se caza en el agua, εἶδος de los distinct tipos de caza, la relativa a animales acuáticos, Pl.Sph.220a, cf. 221b.
German (Pape)
[Seite 860] ή, όν, zur Jagd im Nassen, Fischen gehörig, Plat. Soph. 220 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυγροθηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἁλιείαν, Πλάτ. Σοφ. 220Α, 221Β.
Greek Monolingual
ἐνυγροθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία.
Russian (Dvoretsky)
ἐνυγροθηρικός: рыболовный, рыбацкий (ζῳοθηρικῆς εἶδος Plat.).