καταγνυπόομαι

Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be weak, in pf. Pass. κατεγνυπῶσθαι, Hsch., EM236.40; κατεγνυπωμένον cj. in Plu.2.753c. Adv. κατεγνυπωμένως lazily, Men.1020; cf. γνύπετος.

Greek (Liddell-Scott)

καταγνῡπόομαι: ἐν τῷ Παθ. πρκμ. κατεγνυπῶσθαι· «ὁτὲ μὲν ἁβρῶς διαιτᾶσθαι καὶ τρυφᾶν, ὁτὲ δὲ κατηφῆ εἶναι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. 236. 40· Ἐπίρρ. κατεγνυπωμένως, νωθρῶς, ἀνάνδρως, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 361 (Φώτιος)· πρβλ. καταγρυπόω καὶ ἴδε γνυπετός.