γνύπετος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
γνύπετον, (γόνυ, πίπτω) falling on the knee:—hence γνυπτέω (leg. γνυπετέω), to be weak, Hsch. γνύποντι (leg. -οῦντι)· ἀσθενοῦντι, Id., and γνύπων, ωνος, depressed or weak, Id.
Greek (Liddell-Scott)
γνύπετος: -ον, (γόνυ, √ΠΕΤ, πίπτω) πίπτω εἰς τὰ γόνατα· ὅθεν γνυπτέω, γνυπόομαι, εἶμαι κατηφὴς ἢ ἀδύνατος, Ἡσύχ.
German (Pape)
in die Knie sinkend, schwach, Vetera Lexica, die auch γνυπεσός und γνυπετός schreiben, und ἔκλυτος, δειλός, κατηφής erkl.