ἐξορκισμός

Revision as of 14:55, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ὁ, administration of an oath, Plb.6.21.6.

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Pol. 6, 21, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορκισμός: ὁ, τὸ νὰ βάλῃ τίς τινα νὰ ὁρκισθῇ, Πολύβ. 6. 21, 6. ΙΙ. ἐξορκισμὸς ὡς καὶ νῦν, Εἰρην. 672C, Τερτυλλ. Ι. 657Β, ΙΙ. 56Β, 748Β.

Spanish

conjuro, fórmula para hacer presente , práctica para hacer presente, exorcismo

Greek Monolingual

και ξορκισμός, ο (AM ἐξορκισμός) εξορκίζω
1. προσευχή για απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων ή για θεραπεία αρρώστου
2. η απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων
αρχ.
επιβολή όρκου σε κάποιον.

Léxico de magia

ὁ 1 conjuro, fórmula para hacer presente o práctica para hacer presente a un ser superior ἔστιν δὲ ὁ λόγος ὁ λεγόμενος ἑπτάκις ἑπτὰ πρὸς ἥλιον ἐ. τοῦ παρέδρου ésta es la fórmula que se pronuncia siete veces siete ante el sol como conjuro del asesor P I 132 τῷ ἐξορκισμῷ τούτῳ ἐξορκίζω σε con esta fórmula yo te conjuro P LXVII 17 (fr. lac.) 2 exorcismo en pap. crist. ἐξορκισμὸ<ς> Σαλομῶνος πρὸς πᾶν ἀκάθαρτον πν(εῦμ)α exorcismo de Salomón contra todo espíritu impuro C 17 10