κερτύλλιον
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
τό, perh.
A basket, PFlor.176.9 (iii A.D.); cf. καρτάλλιον.
Greek Monolingual
κερτύλλιον, τὸ (Α)
πάπ. πιθ. καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του καρτάλλιον].