ἑτοιμόφθαρτος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ον, easily decomposed, Steph.in Hp.1.102 D.
Greek Monolingual
ἑτοιμόφθαρτος, -ον (Μ)
αυτός που φθείρεται, που καταστρέφεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φθαρτός, πρβλ. άφθαρτος].