ἀκάτακτος

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάτακτος Medium diacritics: ἀκάτακτος Low diacritics: ακάτακτος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: akátaktos Transliteration B: akataktos Transliteration C: akataktos Beta Code: a)ka/taktos

English (LSJ)

ον, not to be broken, Arist.Mete.385a14; unbroken, Phld.Mort.39.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se rompe, indemne κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.Mort.39.5.
2 irrompible Arist.Mete.385a14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάτακτος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5.

Greek Monolingual

ἀκάτακτος, -ον (Α) κατάγνυμι
1. αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο άθραυστος, ο ατσάκιστος
2. αυτός που δεν έχει σπάσει.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάτακτος: не ломающийся, неломкий (σώματα Arst.).