ἀνεπίδηλος
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
ον, not manifest or observable, Ptol.Harm.1.4.
Spanish (DGE)
-ον no observable τόποι Ptol.Harm.10.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίδηλος: -ον, ὁ μὴ ἐπίδηλος, ὁ μὴ φανερός, ἀπαρατήρητος, Πτολ. Μουσ. 1. 4.