ἀντίπονον
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
τό, return for labour, wages, Iamb. VP5.22.
Spanish (DGE)
-ου, τό
pago por el trabajo μισθὸν καὶ ἀντίπονον παρεῖχε τῷ νεανίᾳ τριώβολον Iambl.VP 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπονον: τό, ἀμοιβὴ διὰ τὸν κόπον, μισθός, Ἰάμβλ. βίος Πυθ. 22 (ἄλλη γραφὴ -ποινον).