περικατάληψις
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
εως, ἡ,
A overtaking, ὑπ' ἀλλήλων Thphr.HP7.10.3 ; cf. περικατάλαμψις.
German (Pape)
[Seite 579] ἡ, das Ergreifen, Theophr.