ἀποδειδίσσομαι

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδειδίσσομαι Medium diacritics: ἀποδειδίσσομαι Low diacritics: αποδειδίσσομαι Capitals: ΑΠΟΔΕΙΔΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: apodeidíssomai Transliteration B: apodeidissomai Transliteration C: apodeidissomai Beta Code: a)podeidi/ssomai

English (LSJ)

frighten away, Il.12.52 (tm.).

Spanish (DGE)

dar miedo, asustar ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖ' Il.12.52.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειδίσσομαι: ἀποθ., προξενῶ φόβον, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, «εἰς δέος ἦγε καὶ φόβον» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 52, ἐν τμήσει.

Greek Monolingual

ἀποδειδίσσομαι (Α) δειδίσσομαι
εκφοθίζω.

Greek Monotonic

ἀποδειδίσσομαι: γʹ ενικ. Επικ. παρατ. -δειδίσσετο, αποθ., προξενώ φόβο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδειδίσσομαι: отпугивать (Hom. - in tmesi).

Middle Liddell

Dep. to frighten away, Il.