Κοίλη
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ἡ, v. κοῖλος 1.2. κοιλήπατα, τά, giblets of poultry, Glossaria.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
Koilè, dème attique de la tribu Hippothoontide.
Greek Monotonic
Κοίλη: ἡ, θηλ. του κοῖλος, όνομα ενός δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Κοίλη: ἡ Кела (дем в атт. филе Ἱπποθωντίς) Her., Dem.
Κοίλη: Συρία ἡ Келесирия, «Полая Сирия» (часть Сирии между горными цепями Ливан и Антиливан) Polyb., Plut.