αὐθαδόστομος
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
ον, presumptuous of speech, Ar.Ra.837.
Spanish (DGE)
(αὐθᾱδόστομος) -ον de lengua arrogante, ἄνθρωπος Ar.Ra.837.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθᾱδόστομος: -ον, ὁ αὐθαδῶς, ἀγερώχως ὁμιλῶν, ἄνθρωπον ἀγριοποιὸν αὐθαδόστομον Ἀριστοφ. Βάτρ. 337.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la bouche présomptueuse, au langage présomptueux.
Étymologie: αὐθάδης, στόμα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α αὐθαδόστομος, -ον)
αυτός που μιλά με αυθάδεια.
Greek Monotonic
αὐθᾱδόστομος: -ον (στόμα), ισχυρογνώμων στα λόγια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐθᾱδόστομος: высокомерно выражающийся, надменно говорящий Arph.