τετταράκοντα
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
τέτταρες, etc., v. τεσσαρ-.
German (Pape)
[Seite 1100] att. statt τεσσαράκοντα, vierzig, Thuc. u. sonst.
French (Bailly abrégé)
att. c. τεσσαράκοντα.
Greek (Liddell-Scott)
τεττᾰράκοντα: τάτταρες, κλπ., Ἀττ. ἀντὶ τεσσαρ-.
Greek Monolingual
Α
βλ. τεσσαράκοντα.
Greek Monotonic
τεττᾰράκοντα: τέτταρες, κ.λπ., Αττ. αντί τεσσάρ-.