τρυλισμός
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
English (LSJ)
ὁ, gurgling, Hp.Mul.1.32 (cod. θ, τραυλισμός codd.Erot.). (Onomatop., like τρύζω.)
Greek Monolingual
ὁ, Α τρυλίζω
(για την κοιλιά και τα έντερα) γουργούρισμα.