τραγοειδής
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ές, like a he-goat, Pl.Cra.408d.
German (Pape)
[Seite 1133] ές, bocksartig, bocksähnlich, Plat. Crat. 408 d.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγοειδής: козлоподобный (Πάν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τράγον, Πλάτ. Κρατ. 408D.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με τράγο, τραγόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -ειδής].