ἀπολοιδορέω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
abuse violently, Plb.15.33.4.
Spanish (DGE)
injuriar αὐτόν Plb.15.33.4.
German (Pape)
[Seite 313] (aus) schimpfen, Pol. 15, 33 τινά.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολοιδορέω: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἐπιλοιδ-, ὃ ἴδε.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολοιδορέω: оскорблять, бранить (τινα Polyb. - v.l. ἐπιλοιδορέω).