ἀποπαιδαγωγέω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
lead away, ἀπό τινος Iamb.Protr.21.
Spanish (DGE)
1 apartar de una enseñanza ἀποπαιδαγωγήσει ... ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἐξωτερικῶν ἐννοιῶν Iambl.Protr.21.
2 enseñar en v. pas., c. dat. ἑκατέροις γὰρ ἀποπαιδαγωγούμεθα Tit.Bost.Man.M.18.1176B.
German (Pape)
[Seite 318] durch Lehren irre führen, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπαιδᾰγωγέω: παιδαγωγῶ κακῶς, ἀποπλανῶ, ἀπὸ τινος Ἰαμβλ. Προτρ. 308.