ἀπόδρησις
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
v. ἀπόδρᾱσις.
Spanish (DGE)
v. ἀπόδρασις.
German (Pape)
[Seite 302] ἡ, = ἀπόδρασις, Her. 4, 140.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδρησις: Ἰων. ἀντὶ λ. ἀπόδρᾱσις.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀπόδρασις.
Greek Monotonic
ἀπόδρησις: Ιων. αντί ἀπόδρᾱσις.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδρησις: ἡ ион. = ἀπόδρασις.